- ἀχειραγώγητος
- ἀ-χειρ-αγώγητος, ungezähmt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀχειραγώγητος — untamed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχειραγώγητος — η, ο (AM ἀχειραγώγητος, ον) ακαθοδήγητος (αρχ. μσν.) αυτός που δεν δέχεται να τον χειραγωγήσουν, ο ατίθασος … Dictionary of Greek
αχειραγώγητος — η, ο ακαθοδήγητος: Στα πρώτα του βήματα στη ζωή, το παιδί είχε μείνει αχειραγώγητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχειραγώγητον — ἀχειραγώγητος untamed masc/fem acc sg ἀχειραγώγητος untamed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειραγωγήτων — ἀχειραγώγητος untamed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοδήγητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει οδηγό, που δεν οδηγείται 2. μτφ. ασυμβούλευτος, αχειραγώγητος … Dictionary of Greek